ἐνιαυσιαῖος

ἐνιαυσιαῖος

ἐνιαυσιαῖος, = Folgdm, Arist. categ. 6, 11 u. Sp., unattisch, s. Lob. zu Phryn. p. 362.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ενιαυσιαίος — ἐνιαυσιαῑος, α, ον (AM) [ενιαυτός] 1. ενιαύσιος, ετήσιος, που γίνεται κάθε χρόνο («ἐνιαυσιαῑον ζῴδιον», «ἐνιαυσιαῑος κύκλος») 2. ο ενός έτους, μονοετής, χρονιάρικος («καταλιπόντος δὲ Λαβδάκου παῑδα ἐνιαυσιαῑον Λάιον», Απολλόδ.). επίρρ...… …   Dictionary of Greek

  • ἐνιαυσιαῖος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνιαυσιαῖον — ἐνιαυσιαῖος masc acc sg ἐνιαυσιαῖος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνιαυσιαίων — ἐνιαυσιαῖος fem gen pl ἐνιαυσιαῖος masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνιαυσιαῖα — ἐνιαυσιαῖος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνιαυσιαῖοι — ἐνιαυσιαῖος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνιαυσιαίαις — ἐνιαυσιαῖος fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνιαυσιαίη — ἐνιαυσιαῖος fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνιαυσιαίοις — ἐνιαυσιαῖος masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνιαυσιαίου — ἐνιαυσιαῖος masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνιαυσιαίους — ἐνιαυσιαῖος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”