- ἐξ-εύρημα
ἐξ-εύρημα, τό, das Ausgefundene, Erfindung; Aesch. Spt. 631; Soph. O. C. 211; Eupol. Ath. I, 12 d; im plur., Her. 1, 53, Folgde; vgl. ἐξεύρεμα u. Lob. a. a. O.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐξ-εύρημα, τό, das Ausgefundene, Erfindung; Aesch. Spt. 631; Soph. O. C. 211; Eupol. Ath. I, 12 d; im plur., Her. 1, 53, Folgde; vgl. ἐξεύρεμα u. Lob. a. a. O.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὕρημα — invention neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύρημα — και εύρεμα και ηύρεμα, το (ΑΜ εὕρημα και εὕρεμα) [ευρίσκω] 1. οτιδήποτε βρίσκεται ή ανακαλύπτεται μετά από σκέψη και έρευνα (α. «τα ευρήματα τής έρευνάς του στον έλεγχο τών αρχείων» β. «τα ευρήματα τών ανασκαφών» γ. «ἀριθμῶν καὶ μέτρων εὑρήματα»… … Dictionary of Greek
εύρημα — το, ατος 1. ό,τι βρίσκει κανείς. 2. μτφ., ανέλπιστο αγαθό, εξαιρετικό απόκτημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὕρημ' — εὕρημα , εὕρημα invention neut nom/voc/acc sg εὕρημαι , εὑρίσκω find perf ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὑρημάτων — εὕρημα invention neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὑρήμασι — εὕρημα invention neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὑρήμασιν — εὕρημα invention neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὑρήματα — εὕρημα invention neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὑρήματι — εὕρημα invention neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὑρήματος — εὕρημα invention neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μουσείο, Αρχαιολογικό Κυθήρων — Η μικρή αρχαιολογική συλλογή των Κυθήρων στεγάζεται από το 1979 σε ένα κτίριο του κεντρικού δρόμου της Χώρας, που παραχώρησε ο Κυθηραϊκός Σύνδεσμος για το σκοπό αυτό. Το μουσείο έχει δύο αίθουσες. Στην κύρια αίθουσα, στα δεξιά, εκτίθενται τα… … Dictionary of Greek