ἐνεότης, ητος, ἡ, das Stummsein, Arist. probl. 10, 33.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ενεότης — ἐνεότης, η (Α) 1. η κατάσταση τού άλαλου 2. ηλιθιότητα, μωρία … Dictionary of Greek
ἐνεότης — dumbness fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)