- ἐμεωυτοῦ
ἐμεωυτοῦ, ion. = ἐμαυτοῦ, Her.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐμεωυτοῦ, ion. = ἐμαυτοῦ, Her.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εμεωυτού — ής βλ. εμαυτού, ής … Dictionary of Greek
ἐμεωυτοῦ — ἐμαυτοῦ of me masc/neut gen sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμαυτού — ής (AM ἐμαυτοῡ, ῆς Α και ἐμεωυτοῡ και ἐμωυτοῡ, ῆς) αυτοπαθής αντωνυμία α εν. προσώπου, μόνο στις πλάγιες πτώσεις («εμένα τού ίδιου, τού ίδιου τού εαυτού μου»). νεοελλ. φρ. 1. «ομιλώ κατ εμαυτόν» μονολογώ 2. «διαθέτω κατά βούληση τα εμαυτού» τα… … Dictionary of Greek
πρώτος — η, ο / πρῶτος, ώτη, ον, ΝΜΑ, δωρ. τ. πρᾱτος, ον, Α 1. αυτός που προηγείται όλων τών άλλων ως προς τον χρόνο, τον τόπο, τον βαθμό, την ποιότητα, την αξία, τη θέση που έχει σε μια αριθμητική σειρά ή και το αξίωμα που κατέχει σε μια ιεραρχική τάξη… … Dictionary of Greek