- ἐξ-ιχνιάζω
ἐξ-ιχνιάζω, dasselbe, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐξ-ιχνιάζω, dasselbe, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
διεξιχνίασε — διεξῑχνίασε , διά , ἐκ ἰχνιάζω aor ind act 3rd sg διά , ἐκ ἰχνιάζω aor ind act 3rd sg (homeric ionic) διά ἐξιχνιάζω aor ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξιχνιάζω — (AM ἐξιχνιάζω) ανακαλύπτω τα ίχνη, ανευρίσκω μετά από έρευνα («πορεύεσθε καὶ ἐξιχνιάσατε τὴν γῆν», ΠΔ) νεοελλ. αποκαλύπτω τα άγνωστα ή σκοτεινά σημεία, διαλευκαίνω μσν. 1. ρωτώ να μάθω 2. ανακρίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + *ιχνιάζω (< ίχνος) τ. που… … Dictionary of Greek