- ἐν-ευνάζομαι
ἐν-ευνάζομαι, darin ruhen, schlafen, δόμοις ἐνευνάσσαντο Nic. frg. 33.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐν-ευνάζομαι, darin ruhen, schlafen, δόμοις ἐνευνάσσαντο Nic. frg. 33.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ενευνάζομαι — ἐνευνάζομαι (Α) [ευνάζομαι] ξαπλώνω, κατακλίνομαι, κοιμάμαι κάπου … Dictionary of Greek
ευνάζω — εὐνάζω (Α) [ευνή] 1. τοποθετώ κάποιον σε ένα μέρος για ενέδρα («ἔνθα σ ἐγών... εὐνάσω ἑξείης», Ομ. Οδ.) 2. βάζω κάποιον στο κρεβάτι, βάζω κάποιον να κοιμηθεί, αποκοιμίζω 3. (για ζώα) βάζω το νεογνό στη φωλιά 4. μτφ. (για θάνατο) καταρρίπτω,… … Dictionary of Greek
παρευνάζομαι — Α 1. κοιμάμαι δίπλα σε κάποιον ή μαζί με κάποιον 2. ενεργ. παρευνάζω βάζω κάποιον να κοιμηθεί δίπλα σε κάποιον ή μαζί με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + εὐνάζομαι «κοιμάμαι, ξαπλώνω»] … Dictionary of Greek
προσευνάζομαι — Α πλαγιάζω, ξαπλώνω επάνω σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + εὐνάζομαι «κατακλίνομαι, πλαγιάζω»] … Dictionary of Greek
υπευνάζομαι — Α ὑπευνῶμαι*, πλαγιάζω προστατευτικά πάνω από κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + εὐνάζομαι «πέφτω στο κρεβάτι, πλαγιάζω»] … Dictionary of Greek