- ἐξ-ευ-φραίνω
ἐξ-ευ-φραίνω, = simpl., LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐξ-ευ-φραίνω, = simpl., LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φραίνω — Ν ευφραίνω, χαροποιώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευφραίνω, με σίγηση τού αρκτικού άτονου / ε / (πρβλ. εὑρίσκω: βρίσκω)] … Dictionary of Greek
οσφραίνομαι — (Α ὀσφραίνομαι και ὀσφραίνω) 1. αισθάνομαι την οσμή από κάτι, μυρίζω, μού μυρίζει κάτι («κρομμύων ὀσφραίνομαι», Αριστοφ.) 2. μτφ. αντιλαμβάνομαι, μυρίζομαι, παίρνω μυρωδιά («ὀσφραινόμενος τοῡ χρυσίου», Λουκιαν.) νεοελλ. προαισθάνομαι, προμαντεύω… … Dictionary of Greek