- ἐξ-ευ-πορέω
ἐξ-ευ-πορέω, ausmitteln, verschaffen, ἐπικουρίαν ταῖς χρείαις Plat. Legg. XI, 918 c; Mittel u. Wege haben, περί τι, IX, 881 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐξ-ευ-πορέω, ausmitteln, verschaffen, ἐπικουρίαν ταῖς χρείαις Plat. Legg. XI, 918 c; Mittel u. Wege haben, περί τι, IX, 881 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νηοπορέω — (Α) (ποιητ. τ.) ταξιδεύω, πλέω, πορεύομαι με πλοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς, νηός «πλοίο» + πορέω (< πόρος), πρβλ. θαλασσο πορέω, νυκτο πορέω] … Dictionary of Greek