ἐξ-ιτήριος

ἐξ-ιτήριος

ἐξ-ιτήριος, zum Ausgehen, Weggehen gehörig, λόγος, Abschiedsrede, K. 8. u. a. Sp.; εὐχή, VLL.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ιτήριος — ἰτήριος, ον (Μ) λέξη που πλάστηκε ως ετυμολογία τού ἐξιτήριος*, στο Μέγα Ετυμολογικόν τού 11ου αιώνα …   Dictionary of Greek

  • κατιτήριος — κατιτήριος, ία, ον (Α) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κάθοδο («τὰ κατιτήρια» [ενν. «ιερά»] θυσίες για την κάθοδο). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ιτήριος (< εἶμι), πρβλ. εισ ιτήριος, εξ ιτήριος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”