ἐμετιάω

ἐμετιάω

ἐμετιάω, Neigung zum Erbrechen haben, Arist. Probl. 3, 19.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἐμετιᾶν — ἐμετιάω feel sick pres part act masc voc sg (doric aeolic) ἐμετιάω feel sick pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ἐμετιάω feel sick pres part act masc nom sg (doric aeolic) ἐμετιᾶ̱ν , ἐμετιάω feel sick pres inf act (epic doric)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βινητιώ — βινητιῶ ( άω) (Α) έχω σφοδρή επιθυμία για συνουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. Εφετικό του ρ. βινώ* που σχηματίζεται με την επιθηματική επαύξηση ητιάω, ώ (πρβλ. μαθητιάω, ώ, ωνητιάω, ώ) από ονόματα σε ητ(ής) και το επίθημα ιάω που αποσπάστηκε από ρήματα που… …   Dictionary of Greek

  • πασχητιώ — άω Α κατέχομαι από επιθυμία να έλθω σε σαρκική μίξη, ιδίως παρά φύσιν. [ΕΤΥΜΟΛ. Εφετικό τού ρ. πάσχω*, που σχηματίστηκε με την επιθηματική επαύξηση ητιάω / ητιῶ (πρβλ. μαθητιῶ, βινητιῶ) από ονόματα σε ητ(ής) και το επίθημα ιάω, που αποσπάστηκε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”