- ἐΰ-κτιτος
ἐΰ-κτιτος, = Vor.; Αἶπυ Il. 2, 592 H. h. Apoll. 413; Λέσβος Sapph. bei Ath. XIII, 599 c; sp. D.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐΰ-κτιτος, = Vor.; Αἶπυ Il. 2, 592 H. h. Apoll. 413; Λέσβος Sapph. bei Ath. XIII, 599 c; sp. D.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιερόκτιτος — ἱερόκτιτος, ον (Α) αυτός που έχει τοποθετηθεί ως βωμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + κτιτος (< κτίζω), πρβλ. θεό κτιτος, καλλί κτιτος] … Dictionary of Greek
ισόκτιτος — ἰσόκτιτος, ον (Α) αυτός που έχει την ίδια κατασκευή με άλλον, κτισμένος με τον ίδιο τρόπο που έχει κτισθεί άλλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + κτιτος (< κτίζω), πρβλ. θεό κτιτος, νεό κτιτος] … Dictionary of Greek
καλλίκτιτος — καλλίκτιτος, ον (Α) ο οικοδομημένος καλά, ο καλοχτισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + κτιτος (< κτίζω), πρβλ. ιερό κτιτος, νεό κτιτος] … Dictionary of Greek
λυρόκτιτος — λυρόκτιτος, ον (Α) λυρόδμητος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύρα + κτιτος (< κτίζω), πρβλ. νεό κτιτος, ορεί κτιτος] … Dictionary of Greek
πυρίκτιτος — ον, Α (ποιητ. τ.) ο κατασκευασμένος στη φωτιά ή με τη φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + κτιτος (< κτίζω), πρβλ. θεό κτιτος, ορεί κτιτος] … Dictionary of Greek
εΰκτιτος — ἐΰκτιτος, ον (Α) εϋκτίμενος* («πόλις ἐΰκτιτος», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ (εϋ) + κτιτος (< κτίζω), πρβλ. ά κτιτος, που μαρτυρείται και στα Μηκυναϊκά στον τύπο a ki ti to] … Dictionary of Greek
ομόκτιτος — ὁμόκτιτος, ον (Α) (για κτίσμα) προσαρτημένος, κτισμένος μαζί, συνενωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + κτιτος (< κτίζω), πρβλ. νεό κτιτος] … Dictionary of Greek
ορείκτιτος — ὀρείκτιτος, ον (Α) αυτός που κατοικεί στα όρη, βουνήσιος, ορεινός («ὀρείκτιτος σῡς». Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει (βλ. λ. όρος [II]) + κτιτος (< κτίζω), πρβλ. θεό κτιτος] … Dictionary of Greek
πολύκτιτος — ον, Α αυτός που κτίζει, που κατασκευάζει πολλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κτιτος, ρηματ. επί θ. που απαντά μόνο εν συνθέσει (< κτίζω), πρβλ. νεό κτιτος] … Dictionary of Greek
φιλόκτιτος — ον, ΜΑ φιλόκτιστος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + κτιτος (< κτίζω), πρβλ. θεό κτιτος] … Dictionary of Greek
αυτόκτιτος — αὐτόκτιτος, ον (AM) αυτός που σχηματίστηκε από μόνος του, που δεν είναι κτίσμα ή δημιούργημα κανενός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο * + κτιτος < κτίζω] … Dictionary of Greek