ἐξ-ιτός

ἐξ-ιτός

ἐξ-ιτός, adj. verb. zu ἐξιέναι, wo man herausgehen kann, τοῖς οὐκ ἐξιτόν ἐστι Hes. Th. 732.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ιτός — ἰτός, ή, όν (Α) διαβατός, βατός, πορευτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ι τού ρ. εἶμι + κατάλ. ρηματ. επιθ. τος] …   Dictionary of Greek

  • ἰτός — ibo masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰτόν — ἰτός ibo masc acc sg ἰτός ibo neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιμιάϊς — ϊτος, ὁ, Α ονομασία φυτού …   Dictionary of Greek

  • υποκόμις — ιτος, ο, Ν (λόγιος τ.) βλ. υποκόμης …   Dictionary of Greek

  • ἰτήν — ἰτός ibo fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰτῶ — ἰτός ibo masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰτώ — ἰτός ibo masc/neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευπρόσιτος — η, ο (ΑΜ εὐπρόσιτος, ον) 1. (για τόπους) αυτός που γίνεται εύκολα προσιτός, αυτός τον οποίο εύκολα μπορεί να πλησιάσει κάποιος 2. (για πρόσ.) καταδεκτικός, ευπροσήγορος μσν. αρχ. ευάρεστος, ευχάριστος. επίρρ... εὐπροσίτως (Α) με ευπροσήγορο τρόπο …   Dictionary of Greek

  • απειρέσιος — ἀπειρέσιος, α, ον κ. απερείσιος, α, ον (Α) 1. απεριόριστος, απέραντος 2. αναρίθμητος, πολύς 3. ανείπωτος, εξαίρετος. [ΕΤΥΜΟΛ. Και οι δύο τ. χρησιμοποιούνται για να εξυπηρετήσουν μετρικές ανάγκες, ανάλογα με τη θέση της λ. στον στίχο. Ο παράλληλος …   Dictionary of Greek

  • χάρη — Η με διάταγμα του Προέδρου της Δημοκρατίας μη εκτέλεση ή ελάττωση ποινής που επιβλήθηκε με αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση. Θεωρείται ιδιότυπος θεσμός και είναι προνόμιο του αρχηγού του κράτους, ο οποίος επεμβαίνει με αυτό τον τρόπο στον τομέα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”