ἐξ-εργάζομαι

ἐξ-εργάζομαι

ἐξ-εργάζομαι, ausarbeiten, vollenden; τοιγάρ σφιν ἔργον ἐστὶν ἐξειργασμένον Aesch. Pers. 759, im pass. Sinne, wie τοὐξειργασμένον ἔλεξα πᾶν Soph. Ai. 308 u. ἀλγεῖν ἐπ' ἐξειργασμένοις 370; ἐστὶ Σωφάνεϊ λαμπρὸν ἔργον ἐξεργασμένον Her. 9, 75, S. hat es ausgeführt, s. auch nachher; aber activ. ἥδ' ἔστ' ἐκείνη τοὔργον ἡ ᾿ξειργασμένη Soph. Ant. 380; ἐάνπερ ἐξεργάζωνται ἐπὶ ὃ ἕκαστος ὥρμηκε, wenn sie ausführen, Plat. Rep. IX, 582 c; οἱ δειλοὶ φόβοι πολλοὺς δὴ φόνους εἰσὶν ἐξειργασμένοι Legg. IX, 870 c; so auch αἷμά τινος Eur. Or. 1624; – τοιοῦτόν τινα, zu einem solchen machen, Xen. Conv. 4, 60; ἐξειργάσατο βασιλεὺς προςαγορευϑῆναι, er setzte es durch, daß er König genannt wurde, Pol. 32, 4, 3; vgl. Plut. Cat. mai. 3; κακὰ ἐξεργάσασϑαί τινα Her. 3, 30, wie Plat. Ep. VIII, 352 d; – zu Stande bringen, συμμαχίαν Aesch. 3, 239; – τέχνην, eine Kunst ausüben, betreiben, Plat. Apol. 22 d; Xen. Conv. 4, 61. Dah. übh. ausbilden, οὐδὲ γὰρ ὑμεῖς μελετῶντες αὐτὸ ἐξείργασϑέ πω Thuc. 1, 142. – Vom Lande, es bebauen, ἀγροὺς εὖ ἐξειργασμένους, gut bestellte, Her. 5, 29; ὅσον ἄμεινον γῆ ἐξείργασται Thuc. 1, 82. Aber auch = zerarbeiten, zu Grunde richten, conficere, Ἰνὼ δὲ τἀπὶ ϑάτερ' ἐξειργάζετο ῥηγνῦσα σάρκας Eur. Bacch. 1129; μή μ' ἐξεργάσῃ Hel. 1098; Her. 4, 134. 5, 19; so auch aor. pass., ἐξειργάσϑη ὑπό τινος Plut. Num. 9 (in anderer Bdtg πρὶν ἐξεργασϑῆναι τὸν λόγον Isocr. 5, 7, bevor sie ausgearbeitet); τοὺς ἐχϑρούς, bekriegen, App. Daher ἐξειργάσμεϑα = es ist um uns geschehen, Eur. Hipp. 566.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • εργάζομαι — εργάζομαι, εργάστηκα βλ. πίν. 36 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ἐργάζομαι — work pres ind mp 1st sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εργάζομαι — και εργάζω (AM ἐργάζομαι) 1. απασχολώ τις σωματικές και πνευματικές μου δυνάμεις στην παραγωγή έργου (α. «εργάζομαι σκληρά» β. «εργάζεται στα χωράφια» γ. «εργάζεται σ’ ένα πρόγραμμα οικονομικής συνεργασίας» δ. «εἴ τις οὐ θέλει ἐργάζεσθαι, μηδὲ… …   Dictionary of Greek

  • εργάζομαι — εργάστηκα 1. δουλεύω γενικά: Εργάζομαι όπου βρω εργασία. 2. ασκώ επάγγελμα, υπηρετώ κάπου: Εργάζομαι στην τράπεζα. 3. κάνω, εκτελώ την τακτική μου εργασία: Τα δημόσια γραφεία δεν εργάζονται σήμερα. 4. μτφ., λειτουργώ: Το πλυντήριο εργάζεται. 5.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εἰργασμένα — ἐργάζομαι work perf part mp neut nom/voc/acc pl εἰργασμένᾱ , ἐργάζομαι work perf part mp fem nom/voc/acc dual εἰργασμένᾱ , ἐργάζομαι work perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἴργασθε — ἐργάζομαι work plup ind mp 2nd pl ἐργάζομαι work perf imperat mp 2nd pl ἐργάζομαι work perf ind mp 2nd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐργασμένα — ἐργάζομαι work perf part mp neut nom/voc/acc pl (ionic) ἐργασμένᾱ , ἐργάζομαι work perf part mp fem nom/voc/acc dual (ionic) ἐργασμένᾱ , ἐργάζομαι work perf part mp fem nom/voc sg (doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐργάζεσθε — ἐργάζομαι work pres imperat mp 2nd pl (attic) ἐργάζομαι work pres ind mp 2nd pl (attic) ἐργάζομαι work imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰργασμέναι — ἐργάζομαι work perf part mp fem nom/voc pl εἰργασμένᾱͅ , ἐργάζομαι work perf part mp fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰργασμένον — ἐργάζομαι work perf part mp masc acc sg ἐργάζομαι work perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰργασμένων — ἐργάζομαι work perf part mp fem gen pl ἐργάζομαι work perf part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”