- ἐξ-εριστικός
ἐξ-εριστικός, ή, όν, zum hartnäckigen Streite gehörig, geneigt; δύναμις D. L. 10, 143; πληγή, heftiger Pulsschlag, Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐξ-εριστικός, ή, όν, zum hartnäckigen Streite gehörig, geneigt; δύναμις D. L. 10, 143; πληγή, heftiger Pulsschlag, Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐριστικός — eager for strife masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εριστικός — ή, ό (AM ἐριστικός, ή, όν) [ερίζω] 1. αυτός που αγαπά τις έριδες, τις φιλονεικίες 2. αυτός που προκαλεί έριδες, διαφωνίες, συζητήσεις, λογομαχίες («τὰς παιδιὰς ἡδείας εἶναι τὰς ἐριστικὰς», Αριστοτ.) αρχ. 1. αυτός που αγαπά τις μάχες, ο φιλόμαχος … Dictionary of Greek
εριστικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που έχει διάθεση και τάση για καβγά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐριστικά — ἐριστικός eager for strife neut nom/voc/acc pl ἐριστικά̱ , ἐριστικός eager for strife fem nom/voc/acc dual ἐριστικά̱ , ἐριστικός eager for strife fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐριστικώτερον — ἐριστικός eager for strife adverbial comp ἐριστικός eager for strife masc acc comp sg ἐριστικός eager for strife neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὑριστικός — ἐριστικός , ἐριστικός eager for strife masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐριστικωτέρων — ἐριστικός eager for strife fem gen comp pl ἐριστικός eager for strife masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐριστικῶν — ἐριστικός eager for strife fem gen pl ἐριστικός eager for strife masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐριστικόν — ἐριστικός eager for strife masc acc sg ἐριστικός eager for strife neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐριστικαῖς — ἐριστικός eager for strife fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐριστικαί — ἐριστικός eager for strife fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)