- πεντε-βόειος
πεντε-βόειος, = πενταβόειος, Sappho frg. 38.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεντε-βόειος, = πενταβόειος, Sappho frg. 38.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεντεβόειος — και αιολ. τ. πεμπεβόηος, ον, Α αυτός που έχει κατασκευαστεί από πέντε βοδινά δέρματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντε (βλ. πεντα ) + βόειος (< βοῦς), πρβλ. τετρα βόειος] … Dictionary of Greek