ἐξ-επίτηδες

ἐξ-επίτηδες

ἐξ-επίτηδες, ganz absichtlich, mit allem Fleiße; οὔκουν δικαστὰς ἐξ. ἡ πόλις ἄρχειν καϑίστησιν; Ar. Plut. 916; Xenarch. com. Ath. VI, 225 (v. 10); κτώμεϑα ἑταίρους, ἵνα Plat. Gorg. 461 c, öfter; προςκρούεσϑαι ἀλλήλοις Din. 1, 99; Sp.; εὑρεῖν Luc. Alex. 10.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἐπιτηδές — of set purpose indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίτηδες — of set purpose indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επίτηδες — (Α ἐπίτηδες και ἐπιτηδές) επίρρ. γι’ αυτόν τον σκοπό ή για ορισμένο σκοπό, σκόπιμα, εσκεμμένα (α. «τό έκανε επίτηδες» β. «ἐς δ’ ἐρέτας ἐπιτηδὲς ἀγείρομεν», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. με πονηριά, προσποιητά, απατηλά («ἦ μὴν ἐρεῑν σοι τἀπὸ καρδίας σαφῶς καὶ… …   Dictionary of Greek

  • επίτηδες — επίρρ. τροπ., γι αυτό το σκοπό, σκόπιμα, από πρόθεση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 'πίτηδες — ἐπίτηδες , ἐπίτηδες of set purpose indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκών — ούσα, όν (AM ἑκών, οῡσα, όν) αυτός που ενεργεί ή πάσχει κάτι με τη θέλησή του, οικειοθελώς προσφερόμενος, εθελοντής αρχ. 1. αυτός που ενεργεί από πρόθεση, επίτηδες («ἑκών ἠμάρτανεν» επίτηδες αποτύγχανε) 2. φρ. α) «ἑκών εἶναι» όσο εξαρτάται από… …   Dictionary of Greek

  • ξαποστάρικο — (ιδιωμ. τ.) επίρρ. επίτηδες, σκόπιμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ουδ. ενός αμάρτυρου επιθ. *ξαποστάρικος (< ιδιωμ. επιρρ. ξαπόστα «επίτηδες» < ιταλ. apposta, πρβλ. απόστα) ως επίρρ.] …   Dictionary of Greek

  • πρόθεση — Αμετάβλητο (άκλιτο) μέρος του λόγου, που δηλώνει τις σχέσεις αλληλεξάρτησης μεταξύ ενός ονόματος ή μιας ονομαστικής έκφρασης και των άλλων στοιχείων της πρότασης. Αν και διαφέρει από το επίρρημα και τον σύνδεσμο, οι σχέσεις εξάρτησης των οποίων… …   Dictionary of Greek

  • BURAICUS — epitheton Herculis, et nomen amnis. Pausan. Achaicis. Qua ad mare ex Bura descenditur, amnis est Buraicus nomine, et in (proxima) spelunca non itu magnum Herculis signum: Buraico et ipsi cognomen. Oraculi (cuius) sortes capiuntur per talos. Qui… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

  • αλεκτρυών — Μυθολογικό πρόσωπο Ο Α. ήταν νεαρός φίλος του Άρη, ο οποίος, κάθε φορά που ο θεός του πολέμου συναντιόταν με την Αφροδίτη, καθόταν φρουρός έξω από το δωμάτιο για να τους προειδοποιεί όταν έβγαινε ο ήλιος. Μια νύχτα, όμως, ο Α. αποκοιμήθηκε και ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”