- ἐξ-επι-τρέχω
ἐξ-επι-τρέχω (s. τρέχω), = ἐπιτρέχω, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐξ-επι-τρέχω (s. τρέχω), = ἐπιτρέχω, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρέχω — ΝΜΑ, και μέσ. μέλλ. με ενεργ. σημ. δραμοῡμαι, αόρ. ἔδραμον, παρακμ. δεδράμηκα, υπερσ. ἐδεδραμήκειν ΜΑ, και δωρ. τ. τράχω Α 1. προχωρώ γρήγορα μετακινώντας προς τα εμπρός τα πόδια σε σύντονη διαδοχή («βαδίζειν καὶ τρέχειν», Πλάτ.) 2. (για άψυχα)… … Dictionary of Greek
θέω — (I) θέω και επικ. τ. θείω και αιολ. τ. θεύω (Α) 1. (για πρόσ. και ζώα) τρέχω, προχωρώ γρήγορα 2. αγωνίζομαι, μάχομαι για κάτι 3. (για πτηνά) πετώ 4. (για πλοία) πλέω γρήγορα 4. (για πέτρα) κυλιέμαι, κινούμαι γρήγορα 5. (για τον κεραμεικό τροχό)… … Dictionary of Greek
Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
επιθέω — ἐπιθέω (Α) 1. προστρέχω σε κάποιον, τρέχω προς το μέρος κάποιου ή μετά από κάποιον («καὶ ἐπιθέων μὲν ἐκβοάτω», Ξεν.) 2. μτφ. κυκλοφορώ, διαδίδομαι, είμαι διάσπαρτος («ἡ ἐπιθέουσα εἰς ἀνθρώπους ἀπάτη», Πλωτίν.) 3. τρέχω πάνω σε μια επιφάνεια.… … Dictionary of Greek
παρατροχάζω — Α (μτγν. ποιητ. τ. τού παρατρέχω) 1. περνώ τρέχοντας, ξεπερνώ κάποιον («παῑδα παρετρόχασα», Ανθ. Παλ.) 2. μτφ. αντιπαρέρχομαι, αφήνω κάποιον απαρατήρητο («πάρις τήνδε παρετρόχασε», Ανθ. Παλ.) 3. τρέχω παραπλεύρως, δίπλα 4. (με δοτ. προσ.) τρέχω… … Dictionary of Greek
θύω — (I) (ΑΜ θύω) προσφέρω θυσία, θυσιάζω νεοελλ. μτφ. 1. καταστρέφω, αφανίζω, εξοντώνω 2. φρ. α) «θύω στον Βάκχο» μεθώ, πίνω υπερβολικά β) «θύω στην Αφροδίτη» παραδίδομαι σε σαρκικές απολαύσεις γ) «θύω και απολλύω» i. κάνω μεγάλες καταστροφές ii.… … Dictionary of Greek
τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… … Dictionary of Greek
επιθύω — (I) ἐπιθύω (AM) θυσιάζω μετά από άλλη θυσία («τέλεον νεαροῖς ἐπιθύσας», Αισχύλ.) αρχ. 1. θυσιάζω πάνω σε κάτι 2. μέσ. ἐπιθύομαι σκοτώνω κάποιον για κάποιον σκοπό («πότερον οὖν Νέρωνι Γάλβαν ἐπιθυσώμεθα;», Πλούτ.) 3. καίω θυμίαμα («καὶ ἀνέβη ἐπὶ… … Dictionary of Greek