- ἐξ-επι-σφρᾱγίζω
ἐξ-επι-σφρᾱγίζω, fest besiegeln, Chaerem. bei Ath. XIII, 608 c; Herm. conj. ἐξαποσφ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐξ-επι-σφρᾱγίζω, fest besiegeln, Chaerem. bei Ath. XIII, 608 c; Herm. conj. ἐξαποσφ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επικλείω — (I) ἐπικλείω και αττ. τ. ἐπικλῄω (AM) [κλείω] κλείνω με πώμα, σφραγίζω, βουλλώνω αρχ. μσν. (για πόρτα) κλείνω ερμητικά, σφαλώ αρχ. 1. παθ. ἐπικλείομαι συμπτύσσομαι 2. καλύπτομαι από κάτι. (II) ἐπικλείω (Α) 1. επαινώ, εκθειάζω 2. διηγούμαι κάτι με … Dictionary of Greek
επισημαίνω — (AM ἐπισημαίνω) νεοελλ. 1. σημειώνω, σημαδεύω κάτι, τό μαρκάρω για να μπορώ να τό αναγνωρίζω 2. τονίζω ιδιαιτέρως κάτι, υποδεικνύω με έμφαση 3. ναυτ. υποδεικνύω ένα επικίνδυνο σημείο στους ναυτιλλομένους τοποθετώντας σημαντήρα ή πάσσαλο κ.λπ. ως… … Dictionary of Greek