ἐν-νότιος

ἐν-νότιος

ἐν-νότιος, α, ον, feucht; αὔραις ἐννοτίαις Eur. I. T 433, l. d.; Callim. frg. 350.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • νότιος — moist masc nom sg νότιος moist masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νότιος — ια, ο (ΑΜ νότιος, ία, ον, Α αττ. τ. νότιος, ον, Μ και νοτίος, ίον) [νότος] 1. αυτός που είναι στραμμένος προς τον νότο ή βρίσκεται στον νότο, μεσημβρινός (α. «οἰκημένους δέ Λιβύης ἐπὶ τῇ νοτίῃ θαλάσσῃ», Ηρώνδ. β. «το νότιο δωμάτιο τού σπιτιού… …   Dictionary of Greek

  • νότιος — α, ο 1. αυτός που βρίσκεται προς το Νότο: Νότιες Σποράδες. 2. αυτός που ανήκει στο νότιο ημισφαίριο: Νότιος Παγωμένος ωκεανός. 3. αυτός που προέρχεται από το Νότο, αλλ. μεσημβρινός: Νότιος άνεμος. 4. αυτός που κατοικεί στα νότια μέρη: Νότιοι λαοί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αλούλα, νότιος — (Αστρον.). Ονομασία του αστέρα Ξ του αστερισμού της Μεγάλης Άρκτου, ο οποίος στη μυθολογική του παράσταση εικονίζει το πίσω μέρος ενός ζώου. Ο Α.ν. ήταν ο πρώτος διπλός αστέρας του οποίου προσδιορίστηκε η τροχιά (1828) …   Dictionary of Greek

  • Ιχθύς, Νότιος — (Αστρον.). Αστερισμός του νοτίου ημισφαιρίου, αμφιφανής στην Ελλάδα. Βρίσκεται ανάμεσα στον Υδροχόο, στον Αιγόκερω, στο Μικροσκόπιο, στον Νότιο Σταυρό και στον Γλύπτη. Το λαμπρότερο άστρο του (το α Νότιου Ιχθύος) έχει μέγεθος 1,17 και ονομάζεται… …   Dictionary of Greek

  • Σταυρός Νότιος — (Αστρον.). Μικρός αστερισμός, που αποτελείται από τέσσερα κύρια άστρα σε σχήμα σταυρού. Το πρώτο, 13o σε λαμπρότητα σ’ ολόκληρο τον ουρανό, είναι τριπλό …   Dictionary of Greek

  • νοτιώτερον — νότιος moist adverbial comp νότιος moist masc acc comp sg νότιος moist neut nom/voc/acc comp sg νότιος moist masc acc comp sg νότιος moist neut nom/voc/acc comp sg νότιος moist adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοτιωτάτων — νότιος moist fem gen superl pl νότιος moist masc/neut gen superl pl νότιος moist fem gen superl pl νότιος moist masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοτιωτέρων — νότιος moist fem gen comp pl νότιος moist masc/neut gen comp pl νότιος moist fem gen comp pl νότιος moist masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοτιώτατα — νότιος moist adverbial superl νότιος moist neut nom/voc/acc superl pl νότιος moist adverbial superl νότιος moist neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοτιώτατον — νότιος moist masc acc superl sg νότιος moist neut nom/voc/acc superl sg νότιος moist masc acc superl sg νότιος moist neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”