- πεντε-τριάζω
πεντε-τριάζω, fünfmal besiegen, Lucill. 11 (XI, 84).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεντε-τριάζω, fünfmal besiegen, Lucill. 11 (XI, 84).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεντετριάζομαι — Α παθ. νικώμαι πέντε φορές σε ένα αγώνισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντε (βλ. πεντα ) + τριάζω «νικώ»] … Dictionary of Greek