ἐν-αυλίζω

ἐν-αυλίζω

ἐν-αυλίζω, darin übernachten, Soph. Phil. 33, Schol. κοιμᾶσϑαι. Gew. im med., νύκτα ἐναυλίζεται Her. 1, 181; ἐν Τανάγρῃ 9, 15; ἐνηυλίσαντο Thuc. 3, 91; Folgde; τινί, an einem Orte, Plut. Sert. 8; Xen. braucht auch ἐναυλισϑῆναι, An. 7, 7, 8. – Übertr., Hippocr. ἐν τῷ στήϑει.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αυλίζω — ισα, κλείνω στην αυλή, μαντρίζω· συνηθέστ. το μέσο αυλίζομαι ίστηκα, επικοινωνώ με το δρόμο, με τα έξω από το σπίτι μου: Αυλίζομαι απ τη μεριά της ανατολής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αὐλίζω — αὐλίζομαι lie in the pres subj act 1st sg αὐλίζομαι lie in the pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυλίζομαι — (AM αὐλίζομαι και αὐλίζω) 1. διανυκτερεύω 2. στρατοπεδεύω νεοελλ. χρησιμοποιώ κάποιο χώρο ως αυλή μσν. αὐλίζω διαμένω, κατοικώ αρχ. ( ομαι) 1. είμαι, βρίσκομαι στην αυλή ή στη μάντρα 2. (για το αίμα) συσσωρεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυλή, σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”