- πενταχῶς
πενταχῶς, adv., auf fünferlei Art, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πενταχῶς, adv., auf fünferlei Art, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πενταχῶς — in five ways indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πενταχώς — ΜΑ επίρρ. (τροπ.) με πέντε τρόπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέντε + ουρανικό πρόσφυμα αχ + επιρρμ. κατάλ. ῶς (πρβλ. τετρ αχ ώς)] … Dictionary of Greek
πέντε — ΝΑ, αιολ. τ. πέμπε Α άκλ. απόλυτο αριθμητικό το οποίο δηλώνει την ποσότητα που προκύπτει όταν σε τέσσερεις μονάδες προστεθεί άλλη μία, καθώς και το σύμβολό του νεοελλ. 1. (με άρθρ. ουδ. ως ουσ.) το πέντε καθετί που φέρει αυτόν τον αριθμό… … Dictionary of Greek