- πενταχοῦ
πενταχοῦ, adv., fünffach; ποταμὸς διαλελαμμένος πενταχοῦ, der sich in fünf Arme theilt, Her. 3, 117; Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πενταχοῦ, adv., fünffach; ποταμὸς διαλελαμμένος πενταχοῦ, der sich in fünf Arme theilt, Her. 3, 117; Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πενταχοῦ — in five places indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πενταχού — Α επίρρ. σε πέντε τόπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέντε + ουρανικό πρόσφυμα αχ + επιρρμ. κατάλ. οῦ (πρβλ. αλλ αχ ού] … Dictionary of Greek
πέντε — ΝΑ, αιολ. τ. πέμπε Α άκλ. απόλυτο αριθμητικό το οποίο δηλώνει την ποσότητα που προκύπτει όταν σε τέσσερεις μονάδες προστεθεί άλλη μία, καθώς και το σύμβολό του νεοελλ. 1. (με άρθρ. ουδ. ως ουσ.) το πέντε καθετί που φέρει αυτόν τον αριθμό… … Dictionary of Greek
πεντάχα — Α (κατά τον Ησύχ.) «χείρ». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. παράγεται από το πέντε (πρβλ. πένταχα, πενταχῇ, πενταχοῦ)] … Dictionary of Greek