- πεντα-φυής
πεντα-φυής, ές, von fünffacher Natur, ὄνυχες χερῶν, Philp. 67 (VII, 383), d. i. die fünf Nägel.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεντα-φυής, ές, von fünffacher Natur, ὄνυχες χερῶν, Philp. 67 (VII, 383), d. i. die fünf Nägel.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πενταφυής — ές, Α αυτός που έχει πενταπλή φύση. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + φυής (< φύω, φύομαι), πρβλ. δι φυής] … Dictionary of Greek
τετραφυής — ές, ΜΑ αυτός που αποτελείται από τέσσερεις φύσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + φυής (< φύομαι μέσω τού ουδ. φύος), πρβλ. πεντα φυής] … Dictionary of Greek