ἐμ-βρῑθής

ἐμ-βρῑθής

ἐμ-βρῑθής, ές, schwer, gewichtig; καὶ βαρύ Plat. Phaed. 81 c; Sp., z. B. καὶ ὁμιχλώδης ἀναϑυμίασις Plut. Rom. 27; dah. fest, kompact, λίνεα ἐμβριϑέστερα Her. 7, 36; auch φϑέγμα, Poll. 4, 85. Uebertr., beschwerlich, lästig; κακόν Aesch. Pers. 679; τῆς ἀνάγκης οὐδὲν ἐμβριϑέστερον Soph. bei Ath. I, 33 c; dah. schwierig, ὄνομα Plat. Crat. 407 a; schwerfällig, οἱ ἐμβριϑέστεροι νωϑροί πως ἀπαντῶσι πρὸς τὰς μαϑήσεις Theaet. 144 b. – Ernst, gesetzt, Plat. Epist. VII, 328 b; φρόνημα Plut. Pericl. 4; φύσις ἐμβριϑὴς καὶ πραεῖα Brut. 1. Aber auch zornig, heftig, Hdn. 3, 11, 1. – Adv. ἐμβριϑῶς, standhaft, Plat. Phaedr. 252 c; ernsthaft, D. Cass. 69, 6; heftig, Hdn. 4, 3, 7.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ευβριθής — εὐβριθής, ές (Α) αυτός που έχει καλά νήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + βριθής (< βρίθος), πρβλ. α βριθής, σιδηρο βριθής] …   Dictionary of Greek

  • καρποβριθής — καρποβριθής, ές (Μ) φορτωμένος καρπούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (Ι) + βριθής (< βρίθω), «γεμίζω» πρβλ. πυρι βριθής στερνο βριθής] …   Dictionary of Greek

  • καταβριθής — καταβριθής, ές (Α) 1. φορτωμένος, πιεζόμενος 2. φορτικός, ενοχλητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βριθής (< βρίθος «βάρος»), πρβλ. εμ βριθής, υπερ βριθής] …   Dictionary of Greek

  • κεντροβριθής — κεντροβριθής, ές (Μ) αυτός που πιέζεται από κάποιο βάρος προς το κέντρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέντρο + βριθής (< βρῖθος), πρβλ. πυρι βριθής, σαυρο βριθής] …   Dictionary of Greek

  • κονιορτοβριθής — ές γεμάτος κονιορτό, κατασκονισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κονιορτός + βριθής (< βρίθω «είμαι γεμάτος»), πρβλ. βιβλιο βριθής, κοσμο βριθής. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • κοσμοβριθής — ές γεμάτος κόσμο, γεμάτος ανθρώπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + βριθής (< βρίθω), πρβλ. ανθρωπο βριθής, βιβλιο βριθής. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στον Έλληνα (Βλ. Γαβριηλίδη), στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • λιποβριθής — ές γεμάτος λίπη, λιπαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίπος + βριθής (< βρίθω «φουσκώνω, γεμίζω»), πρβλ. σιδηρο βριθής, υπερ βριθής] …   Dictionary of Greek

  • πυριβριθής — ές, Α αυτός που βρίθει, που είναι γεμάτος από φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + βριθής (< βρῖθος < βρίθω «είμαι γεμάτος»), πρβλ. σιδηρο βριθής, χθονο βριθής] …   Dictionary of Greek

  • χαριτοβριθής — ές, Ν χαριτόβρυτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, ιτος + βριθής (< βρίθω «είμαι γεμάτος»), πρβλ. κοσμο βριθής, σιδηρο βριθής. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ραμπαγάς] …   Dictionary of Greek

  • μικροβιοβριθής — ές αυτός που περιέχει πολλά μικρόβια, που είναι γεμάτος μικρόβια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρόβιο + βριθής (< βρίθω «είμαι γεμάτος»), πρβλ. πυρι βριθής. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • οπισθοβριθής — ὀπισθοβριθής, ές (Α) φορτωμένος, βαρύς στο πίσω μέρος («ὀπισθοβριθἐς ἔγχος», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο) * + βριθής (< βρῖθος «βάρος»), πρβλ. σιδηρο βριθής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”