ἐξ-αργυρίζω

ἐξ-αργυρίζω

ἐξ-αργυρίζω, versilbern, zu Gelde machen, verkaufen; Thuc. 8, 81, v. l. ἐξαργυρῶσαι; οὐσίαν Dem. 5, 8; Sp., wie Plut. oft; Parthen. 8. – Auch im med., für sich verkaufen, Is. 5, 43, wie Plut. X oratt. 10; – πάντας ἐξηργυρίσαντο, sie brachten Alle um ihr Geld, Pol. 32, 22, 1.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αργυρίζω — ἀργυρίζω (AM) [άργυρος] μσν. έχω το χρώμα του αργύρου, ασημένιος αρχ. ( ομαι) παίρνω χρήματα με εκβιασμό ή γενικά με ανέντιμο τρόπο …   Dictionary of Greek

  • ἀργυρίζον — ἀργυρίζω pres part act masc voc sg ἀργυρίζω pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργυρίζοντα — ἀργυρίζω pres part act neut nom/voc/acc pl ἀργυρίζω pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργυρίζῃ — ἀργυρίζομαι get pres subj mp 2nd sg ἀργυρίζομαι get pres ind mp 2nd sg ἀργυρίζω pres subj mp 2nd sg ἀργυρίζω pres ind mp 2nd sg ἀργυρίζω pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άργυρος — Νεομάρτυρας και άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Επανομή της Θεσσαλονίκης. Θανατώθηκε από τους γενίτσαρους, επειδή αρνήθηκε να γίνει εξωμότης, το 1806. Η μνήμη του τιμάται στις 11 Μαΐου. * * * ο (AM ἄργυρος) λευκό πολύτιμο… …   Dictionary of Greek

  • διαργύρισον — διά ἀργυρίζω aor imperat act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπηργυρίζετο — ἀπό ἀργυρίζομαι get imperf ind mp 3rd sg (attic epic ionic) ἀπό ἀργυρίζω imperf ind mp 3rd sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπηργυρίσω — ἀπό ἀργυρίζομαι get aor ind mp 2nd sg (attic epic ionic) ἀπό ἀργυρίζω aor ind mid 2nd sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργυριζομένου — ἀργυρίζομαι get pres part mp masc/neut gen sg ἀργυρίζω pres part mp masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργυριζόμενοι — ἀργυρίζομαι get pres part mp masc nom/voc pl ἀργυρίζω pres part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργυριούμενος — ἀργυρίζομαι get fut part mp masc nom sg (attic epic doric) ἀργυρίζω fut part mid masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”