- ἐξ-αρεσκεύομαι
ἐξ-αρεσκεύομαι, = Folgdm; τοῖς ϑεοῖς Xen. Oec. 5, 19; Clem. Al.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐξ-αρεσκεύομαι, = Folgdm; τοῖς ϑεοῖς Xen. Oec. 5, 19; Clem. Al.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αρεσκεύομαι — ἀρεσκεύομαι (Α) [άρεσκος] προσπαθώ να γίνω αρεστός με κάθε τρόπο, γίνομαι δουλοπρεπής … Dictionary of Greek
ἀρεσκευομένων — ἀρεσκεύομαι to be complaisant to pres part mp fem gen pl ἀρεσκεύομαι to be complaisant to pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρεσκευομένη — ἀρεσκεύομαι to be complaisant to pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρεσκευομένοις — ἀρεσκεύομαι to be complaisant to pres part mp masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρεσκευόμεναι — ἀρεσκεύομαι to be complaisant to pres part mp fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρεσκεύεσθαι — ἀρεσκεύομαι to be complaisant to pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρεσκεύονται — ἀρεσκεύομαι to be complaisant to pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαρεσκευόμενον — ἐκ ἀρεσκεύομαι to be complaisant to pres part mp masc acc sg ἐκ ἀρεσκεύομαι to be complaisant to pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άρεσκος — ἄρεσκος, ο, η (AM) 1. ευχάριστος στους τρόπους 2. αυτός που προσπαθεί να γίνει αρεστός με κάθε τρόπο, δουλοπρεπής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρέσκω. ΠΑΡ. αρέσκεια, αρεσκόντως αρχ. αρεσκεύομαι. ΣΥΝΘ. αυτάρεσκος αρχ. ανθρωπάρεσκος, ευάρεσκος, οχλοάρεσκος] … Dictionary of Greek
αρέσκευμα — ἀρέσκευμα, το (Α) [αρεσκεύομαι] καλόπιασμα, ενέργεια που κολακεύει κάποιον … Dictionary of Greek
εξαρεσκεύομαι — ἐξαρεσκεύομαι (Α) μού αρέσει κάτι, ευχαριστούμαι, αρέσκομαι σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + αρεσκεύομαι (< άρεσκος)] … Dictionary of Greek