- πεντα-στάτηρος
πεντα-στάτηρος, fünf στατῆρες schwer od. werth, δίκελλα, Sosicrat. com. bei Poll. 4, 173. 9, 57 erkl. durch πεντάλιτρος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεντα-στάτηρος, fünf στατῆρες schwer od. werth, δίκελλα, Sosicrat. com. bei Poll. 4, 173. 9, 57 erkl. durch πεντάλιτρος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πενταστάτηρος — ον, Α αυτός που έχει βάρος πέντε στατήρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + στατήρ, ῆρος (πρβλ. δεκα στάτηρος)] … Dictionary of Greek