ἐμβρυ-ουλκός

ἐμβρυ-ουλκός

ἐμβρυ-ουλκός, , die Entbindungszange, Gal.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ζυγουλκός — ζυγουλκός, ὁ (Α) αυτός που έλκει, που σύρει τον ζυγό («ζυγουλκοί βόες»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγόν + ουλκος (< έλκω), πρβλ. γεραν ουλκός, εμβρυ ουλκός] …   Dictionary of Greek

  • ιχθυουλκός — ἰχθυουλκός και ἰχθυολκός, ὁ (Α) ψαράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο) * + ουλκός (< ὁλκός < ἕλκω), πρβλ. εμβρυ ουλκός, ζυγ ουλκός] …   Dictionary of Greek

  • κερουλκός — ή, ό (Α κερουλκός, όν) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ναυτ. ο κερουλκός σχοινί χειρισμού τών κεραιών ιστιοφόρου, κν. μπράτσο 1. (για ζώα) αυτός που σύρει άροτρο με τα κέρατα 2. αυτός που σύρει, που τεντώνει κεράτινο τόξο («Τρῶες κερουλκοί», Σοφ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • κιρσουλκός — κιρσουλκός, ὁ (Α) χειρουργικό εργαλείο το οποίο χρησιμοποιούνταν κατά την κιρσουλκία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κιρσός + ουλκός (< ὁλκή ή ὁλκός < ἕλκω), πρβλ. βαρ ουλκός, εμβρυ ουλκός] …   Dictionary of Greek

  • κυνουλκός — κυνουλκός, ὁ (Α) αυτός που έχει μαζί του σκυλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο) * + ουλκός (< ὁλκή ή ὁλκός), πρβλ. εμβρυ ουλκός, ιχθυ ουλκός] …   Dictionary of Greek

  • λιθουλκός — ό (AM λιθουλκός, ον) το αρσ. ως ουσ. ο λιθουλκός χειρουργικό εργαλείο το οποίο χρησιμεύει για τη σύλληψη και εξαγωγή λίθου σχηματισμένου σε κύστη αρχ. αυτός που σύρει και βγάζει πέτρες από το λατομείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + ουλκός (< ὁλκή ή …   Dictionary of Greek

  • λινουλκός — λινουλκός, όν (Α) κατασκευασμένος από κλωσμένες ίνες λιναριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + ουλκός (< ἕλκω), πρβλ. εμβρυ ουλκός, τοξ ουλκός] …   Dictionary of Greek

  • καλυκουλκός — ο η καλυκάγρα* [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλυξ, υκος + ουλκός (< ὁλκή ή ὁλκός), πρβλ. εμβρυ ουλκός, κοχλιουλκός] …   Dictionary of Greek

  • ρυμουλκός — ή, ό, και τ. ουδ. ρεμουλκό, Ν 1. αυτός που ρυμουλκεί, που έλκει κάτι το οποίο είναι δεμένο πίσω του 2. το θηλ. ως ουσ. η ρυμουλκός σιδηροδρομική άμαξα έλξης, λοκομοτίβα 3. το ουδ. ως ουσ. το ρυμουλκό και ρεμουλκό α) ναυτ. μικρό μηχανοκίνητο πλοίο …   Dictionary of Greek

  • καρδιουλκώ — καρδιουλκῶ, έω (Α) 1. βγάζω την καρδιά τού θύματος και την τυλίγω με ξύγκι για να τήν κάψω 2. επιγρ. (για φυτά) βγάζω την καρδιά ή την ψίχα τού φυτού, την εντεριώνη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο) * + ουλκῶ (< ουλκός < ὁλκή ή ὁλκός), πρβλ. εμβρυ… …   Dictionary of Greek

  • ρυμουλκώ — ῥυμουλκῶ, έω, ΝΑ, και ρεμουλκώ Ν έλκω, τραβώ πλωτό ή τροχοφόρο όχημα που είναι δεμένο πίσω μου («τῶν μὲν ρυμουλκούντων τὰς ἱππηγοὺς ναῡς», Πολ.) νεοελλ. 1. μτφ. (σχετικά με πρόσ.) μπορώ και κατευθύνω κάποιον όπως θέλω εγώ, τόν χρησιμοποιώ κατά τη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”