- πεντα-σπίθαμος
πεντα-σπίθαμος, von fünf Spannen; Xen. Cyn. 2, 5. 8, Strab.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεντα-σπίθαμος, von fünf Spannen; Xen. Cyn. 2, 5. 8, Strab.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεντασπίθαμος — και αττ. τ. πεντεσπίθαμος, ον, Α αυτός που έχει μήκος ή ύψος πέντε σπιθαμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * / πέντε + σπιθαμή (πρβλ. τρι σπίθαμος)] … Dictionary of Greek