ἐξ-απάτημα

ἐξ-απάτημα

ἐξ-απάτημα, τό, = simpl., E. M, Erkl. von φηλώματα.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἀπάτημα — deceit neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπατήμασι — ἀπάτημα deceit neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπατήμασιν — ἀπάτημα deceit neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπατήματα — ἀπάτημα deceit neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπατήματ' — ἀπατήματα , ἀπάτημα deceit neut nom/voc/acc pl ἀπατήματι , ἀπάτημα deceit neut dat sg ἀπατήματε , ἀπάτημα deceit neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απατώ — (AM ἀπατῶ, άω) 1. εξαπατώ, παραπλανώ, μεταχειρίζομαι δόλο εναντίον κάποιου νεοελλ. 1. διαπράττω μοιχεία («η γυναίκα του τον απατά») 2. (για κόρη) ξεπλανεύω, ξεπαρθενεύω αρχ. 1. διαψεύδω τις ελπίδες κάποιου 2. (απολ.) είμαι απατηλός, εσφαλμένος 3 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”