- ἐξ-απάτης
ἐξ-απάτης, ὁ, = Folgdm, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐξ-απάτης, ὁ, = Folgdm, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπάτης — ἀπάτη trick fem gen sg (attic epic ionic) ἀ̱πάτης , ἀπατάω cheat imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀ̱πάτης , ἀπατάω cheat imperf ind act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) ἀ̱πάτης , ἀπατάω cheat imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀπατάω cheat… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξεναπάτης — ξεναπάτης, ποιητ. τ. ξειναπάτης, ὁ (Α) 1. αυτός που εξαπατά τους ξένους 2. αυτός που προδίδει εκείνον που τόν φιλοξενεί 3. απατηλός άνεμος που πνέει στο λιμάνι, ενώ στο ανοιχτό πέλαγος πνέει άλλος άνεμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος / ξεῖνος + απάτης… … Dictionary of Greek
υπναπάτης — ὁ, Α αυτός που εξαπατά, που κλέβει τον ύπνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕπνος + απάτης (< ἀπατῶ), πρβλ. ξεν απάτης, ὁρκ απάτης] … Dictionary of Greek
ψευδαπάτης — ὁ, Α αυτός που εξαπατά με ψέματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + απάτης (< ἀπατῶ), πρβλ. φρεν απάτης] … Dictionary of Greek
ψυχαπάτης — ὁ, Α 1. αυτός που εξαπατά την ψυχή 2. (με θετ. σημ.) αυτός που τέρπει την ψυχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + απάτης (< ἀπατῶ), πρβλ. ὀρκ απάτης] … Dictionary of Greek
Papyrus 49 — Manuskripte des Neuen Testaments Papyri • Unziale • Minuskeln • Lektionare Papyrus 49 … Deutsch Wikipedia
Πανταλόνε — Βενετσιάνικο πρόσωπο της Kομέντια ντελ άρτε που αποδίδει τον τύπο ενός γέροντα εμπόρου, συνήθως φιλάργυρου. Αρχικά (αναφέρεται σε κείμενα ήδη προς το τέλος το 16ου αι.) το πρόσωπο ήταν γνωστό και με τη γενική ονομασία Μανίφικο (θαυμάσιος)·… … Dictionary of Greek
αρμοδιότητα — (Νομ.). Όριο μέσα στο οποίο κάθε δικαστήριο μπορεί να ασκήσει τις λειτουργίες του. Η α. διακρίνεται σε αστική και ποινική, ανάλογα με το αν αφορά τη λειτουργία της αστικής ή της ποινικής δικαιοσύνης. Ειδικές διατάξεις καθορίζουν την α. των… … Dictionary of Greek
γνώση — I Η δυνατότητα να αποδίδουμε σε ένα αντικείμενο τα πραγματικά χαρακτηριστικά του. Το αντικείμενο της γ. μπορεί να είναι ένα ιστορικό γεγονός, ένα συμβάν που μπορεί να επαναληφθεί, μια αφηρημένη έννοια, ένα συναίσθημα, μια αξία κλπ. Αυτό που του… … Dictionary of Greek
δήμαρχος — Ο αιρετός άρχοντας του δήμου. Στην αρχαία Αθήνα οι δ. εκλέγονταν για έναν χρόνο και ήταν εξουσιοδοτημένοι να συγκαλούν τη συνέλευση των δημοτών και να φροντίζουν για την εκτέλεση των αποφάσεών της, να διαχειρίζονται τα χρήματα του δήμου, να… … Dictionary of Greek
ετεροδιδάσκαλος — ἑτεροδιδάσκαλος, ὁ (Α) αυτός που δεν διδάσκει την αλήθεια, ο αιρετικός («διὰ τῆς τῶν ἑτεροδιδασκάλων ἀπάτης», Ευσ.) … Dictionary of Greek