ἐξ-απο-νίζω

ἐξ-απο-νίζω

ἐξ-απο-νίζω, ganz abwaschen, Od. 19, 387.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • εξαπονίζω — ἐξαπονίζω (Α) ξεπλένω καλά («λέβηθ ἕλε..., τῷ πόδας ἐξαπένιζεν» έπιασε μια λεκάνη στην οποία έπλενε τα πόδια, Ομ. Οδ.)· [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + απο νίζω «ξεπλένω» (< από + νίζω «πλένω»)] …   Dictionary of Greek

  • ευαπόνιπτος — εὐαπόνιπτος, ον (Α) αυτός που εύκολα απονίπτεται, καθαρίζεται, εξαλείφεται, ο ευεξάλειπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + απο νίζω ή μτγν. απο νίπτω «εκπλύνω»] …   Dictionary of Greek

  • νίβω — και νίπτω και νίφτω (AM νίπτω και νίβω, Α και νίζω, Μ και νίβγω) 1. (αρχ. και μέσ. νίπτομαι) πλένω μέρος τού σώματος, ιδίως το πρόσωπο και τα χέρια 2. κάνω καθαρμό, καθαίρω, εξαγνίζω («νίψον ἀνομήματα μὴ μόναν ὄψιν», βυζαντ. καρκινική επιγρ. σε… …   Dictionary of Greek

  • χέρνιψ — ιβος, ἡ, Α 1. το νερό για να πλένουν τα χέρια πριν από το φαγητό (α. «χέρνιβα δ ἀμφίπολος προχόῳ ἐπέχευε φέρουσα... νίψασθαι», Ομ. Οδ. β. «τὸ δὲ κατὰ τῶν χειρῶν διδόμενον ὕδωρ χέρνιβα», Σχόλ. Ιλ.) 2. ιερό νερό για να πλένουν τα χέρια πριν από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”