- πεντα-πέτηλον
πεντα-πέτηλον, τό, = πεντάφυλλον; Theophr.; Nic. Th. 839.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεντα-πέτηλον, τό, = πεντάφυλλον; Theophr.; Nic. Th. 839.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πενταπέτηλον — τὸ, Α πενταπετές*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + πέτηλον (ιων. τ. τού πέταλον)] … Dictionary of Greek