ἐν-απο-δύομαι

ἐν-απο-δύομαι

ἐν-απο-δύομαι, sich ausziehen in, τινί, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αναδύομαι — (Α ἀναδύομαι) ανέρχομαι στην επιφάνεια τού νερού νεοελλ. παρουσιάζομαι ξαφνικά, ξεπροβάλλω, ξεφυτρώνω αρχ. 1. οπισθοχωρώ, υποχωρώ, αποσύρομαι 2. κρατιέμαι μακριά από κάποιον ή κάτι, διστάζω, αποφεύγω 3. (για ποταμούς) εκλείπω, αφανίζομαι 4.… …   Dictionary of Greek

  • ευπαρέκδυτος — εὐπαρέκδυτος, ον (Α) 1. αυτός που γλιστρά εύκολα από τη θέση του 2. αυτός που εισδύει εύκολα σε κάποιο μέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + παρ εκ δύομαι «εξέρχομαι και φεύγω λαθραία»] …   Dictionary of Greek

  • νηδύς — νηδύς, ἡ (Α) 1. στομάχι («τὰ τῆς ταλαίης νηδύος θρεπτήρια», Σοφ.) 2. κοιλιά, υπογάστριο 3. σπλάγχνα, εντόσθια 4. η μήτρα 5. μτφ. κοιλότητα αντικειμένου (α. «νηδὺς νάρθηκος», Νίκ. β. «νηδὺς λέβητος», Ορφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. άγνωστης ετυμολ. Η αναγωγή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”