ἐν-απο-ψάω

ἐν-απο-ψάω

ἐν-απο-ψάω (s. ψάω), daran abwischen, ἐναπ ο-ψήσεται Schol. Ar. Ach. 843.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • παλίμψηστο — Χειρόγραφο, του οποίου η αρχική γραφή έχει αποξεστεί, ώστε να χρησιμοποιηθεί για ένα δεύτερο γράψιμο. Τον διεθνή αυτόν όρο, που προέρχεται από την ελληνική (πάλιν + ψάω), χρησιμοποιεί ήδη ο Πλούταρχος, αναφερόμενος σε παλίμψηστους παπύρους, οι… …   Dictionary of Greek

  • ψάλλω — ΝΜΑ, και ψέλνω Ν άδω λατρευτικούς ύμνους, εκκλησιαστικά τροπάρια νεοελλ. 1. τραγουδώ («έψαλαν τον Εθνικό Ύμνο») 2. είμαι ψάλτης σε ναό («πού θα ψάλλεις την Κυριακή;») 3. συνεκδ. υμνώ, εξυμνώ, εγκωμιάζω 4. μτφ. α) λέω κάτι επίμονα και μονότονα… …   Dictionary of Greek

  • ποδόψηστρον — τὸ, Α ψάθα στην είσοδο για τον καθαρισμό τών υποδημάτων από τις λάσπες ή το χώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + ψηστρον (< θ. ψη τού ψάω/ *ψήω «τρίβω, αγγίζω ελαφρώς, σφουγγίζω» + επίθημα τρον, με δυσερμήνευτο σ , πρβλ. παρακμ. ἔ ψησ μαι), πρβλ …   Dictionary of Greek

  • ψαίω — Α τρίβω, κοπανίζω, αλέθω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ενεστ. τ. ψαίω (από όπου τα ψαιστός, ψαίστωρ, ψαῖ[σ]μα) είναι μτγν. δευτερογενής σχηματισμός τού ενεστ. ψήω / ψῆν / ψάω «τρίβω» (πρβλ. κναίω: κνῆν: κνάω). Οι ενεστ. σχηματισμοί με δίφθογγο αι (πρβλ. πταίω,… …   Dictionary of Greek

  • ψακάς — και ιων. και μτγν. τ. ψεκάς, άδος, ἡ, Α 1. μικρό τεμαχίδιο που έχει προέλθει από λειοτρίβηση, κόκκος 2. (για υγρά) μικρή σταγόνα 3. (με περιλπτ. σημ.) ψιλή βροχή, ψιχάλα 4. (γενικά) βροχή 5. (στον Αριστοφ.) κωμικός χαρακτηρισμός ανθρώπου από τον… …   Dictionary of Greek

  • προδιαπεμψάμενοι — προδιαπεμψά̱μενοι , πρό , διά , ἀπό , ἐν ψάω rub pres part mp masc nom/voc pl (doric aeolic) προδιαπεμψά̱μενοι , πρό , διά , ἀπό ἐμψάω wipe in pres part mp masc nom/voc pl (doric aeolic) πρό διαπέμπω send off in different directions aor part mid… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προδιαπεμψάμενος — προδιαπεμψά̱μενος , πρό , διά , ἀπό , ἐν ψάω rub pres part mp masc nom sg (doric aeolic) προδιαπεμψά̱μενος , πρό , διά , ἀπό ἐμψάω wipe in pres part mp masc nom sg (doric aeolic) πρό διαπέμπω send off in different directions aor part mid masc nom …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνω — κνῶ, άω και κναίω και κνήθω (Α) 1. τρίβω κάτι σε σκληρή και κοφτερή επιφάνεια («ἐπὶ δ αἴγειον κνῆ τυρὸν κνῆστι χαλκείῃ», Ομ. Ιλ.) 2. ξύνω (α. «ἔλαφοι πρὸς τὰ δένδρα κνώμενοι», Αριστοτ. β. «κνῆσαι τῇ χειρί», Ιπποκρ.) 3. (ενεργ. και μεσοπαθ.)… …   Dictionary of Greek

  • υποψώ — άω, Α ξύνω ελαφρά ή από κάτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ψῶ / ψάω «ξύνω, τρίβω»] …   Dictionary of Greek

  • ψήω — και ψάω Α 1. τρίβω και σκουπίζω, σφουγγίζω 2. λειαίνω κάτι με τριβή 3. στιλβώνω, γυαλίζω 4. (αμτβ.) γίνομαι σκόνη, διαλύομαι, εξαφανίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ψήω, που απαντά στο γ ενικό ψῇ και στο απρμφ. ψῆν, ανάγεται σε ρίζα *bhs ē (πρβλ. αρχ. ινδ …   Dictionary of Greek

  • ψαύω — ΝΑ αγγίζω κάτι ελαφρά, ψηλαφώ με τις άκρες τών δαχτύλων αρχ. 1. (γενικά) αγγίζω κάτι («χεροῑν καλλιρρόου ἔψαυσα πηγῆς», Αισχύλ.) 2. φθάνω σε κάτι, κερδίζω («ψαύω ὕμνων», Πίνδ.) 3. αγγίζω κάτι με εχθρική διάθεση 4. μτφ. α) θίγω ένα θέμα χωρίς να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”