- ἐν-απο-τῑμάω
ἐν-απο-τῑμάω, statt des Geldes, das man schuldig ist, in Zahlung anrechnen, τί τινι, Dem. 53, 20, pass., D. Cass. 41, 37 τὰ ἐνέχυρα πρὸς τὴν ἀξίαν ἐναποτιμηϑῆναι ἐκέλευσε.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐν-απο-τῑμάω, statt des Geldes, das man schuldig ist, in Zahlung anrechnen, τί τινι, Dem. 53, 20, pass., D. Cass. 41, 37 τὰ ἐνέχυρα πρὸς τὴν ἀξίαν ἐναποτιμηϑῆναι ἐκέλευσε.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ορώ — άω (ΑΜ ὁρῶ, άω, Α επικ. τ. ὁρόω, ιων. τ. ὁρέω, αιολ. τ. ὄρημι) 1. βλέπω, θωρώ, κοιτάζω («ἔστι δίκης ὀφθαλμός, ὅς τὰ πάνθ ὁρᾱ», Μέν.) 2. (το παθ.) ορώμαι είμαι ορατός, είμαι θεατός, φαίνομαι, διακρίνομαι αρχ. 1. έχω την όρασή μου, έχω τα μάτια μου … Dictionary of Greek
παράδειγμα — το, ΝΑ [παραδείκνυμι] 1. πρότυπο, υπόδειγμα για μίμηση (α. «είναι παράδειγμα εργατικότητας» β. «παράδειγμα καταλείπεσθαι», Λυκούργ.) 2. πάθημα που χρησιμεύει ως μάθημα, κακό προηγούμενο προς αποφυγή («ἔχοντες παραδείγματα τῶν τ ἐκεῑ Ἑλλήνων ὡς… … Dictionary of Greek