ἐν-απο-στηρίζομαι

ἐν-απο-στηρίζομαι

ἐν-απο-στηρίζομαι (s. στηρίζω), sich darauf stämmen, εἴς τι, Hippocr.; Stob. ecl. phys. 1, 26.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ακουμπώ — ( άω) και ακουμπίζω 1. κλίνω το σώμα μου και στηρίζομαι κάπου ή απλώς στηρίζομαι 2. ξαπλώνω 3. κάθομαι για να ξεκουραστώ ή να ανακουφιστώ 4. επαφίεμαι, βασίζομαι, στηρίζομαι σε κάποιον 5. τοποθετώ, αποθέτω κάτι κάπου 6. αγγίζω, ψαύω 7. (για… …   Dictionary of Greek

  • νέμω — (ΑΜ νέμω) 1. διαμοιράζω, μοιράζω, διανέμω, απονέμω («Ζεὺς νέμων εἰκότως ἄδικα μὲν κακοῑς, ὅσια δ ἐννόμοις», Αισχύλ.) 2. μέσ. νέμομαι κατέχω κάτι και τό εκμεταλλεύομαι για δική μου ωφέλεια, καρπώνομαι, απολαμβάνω κάτι («περὶ τῶν ἐν τῇ ἀντιπέρας… …   Dictionary of Greek

  • σκήπτω — Α 1. στηρίζω κάτι πάνω σε κάτι άλλο 2. (με αιτ. πράγματος) χρησιμοποιώ κάτι ως πρόφαση, ως πρόσχημα («τὴν βίαν σκήψασ ἔχεις», Ευρ.) 3. εξακοντίζω, εκσφενδονίζω, εκτοξεύω («μήθ ὑπὲρ ἄστρων βέλος ἠλίθιον σκήψειεν», Αισχύλ.) 4. (για αρρώστια,… …   Dictionary of Greek

  • έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …   Dictionary of Greek

  • εξαρτώ — (AM ἐξαρτῶ, άω) 1. αναρτώ, κρεμώ κάτι από κάπου («τοὺς μὲν θυρεούς... ἐκ τῶν ὤμων ἐξηρτηκότες», Πολ.) 2. ακολουθώ τη βούληση ή τις διαθέσεις άλλου 3. παθ. υπάγομαι στην εξουσία, στην επίδραση άλλων (α. «σοῡ γὰρ ἐξηρτήμεθα», Ευρ. β. «εξαρτάται από …   Dictionary of Greek

  • επαναπαύομαι — (AM ἐπαναπαύω και ἐπαναπαύομαι) μέσ. βασίζομαι, στηρίζω τις ελπίδες μου («επαναπαύεται στις υποσχέσεις τού υπουργού») νεοελλ. 1. εφησυχάζω, απαλλάσσομαι από κάθε μέριμνα ή ανησυχία 2. τό ρίχνω έξω (επειδή στηρίζομαι σε άλλους) μσν. ενεργ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • επαπερείδομαι — ἐπαπερείδομαι (Α) 1. ακουμπώ, στηρίζομαι πάνω σε κάτι 2. βασίζω κάτι κάπου 3. αναλαμβάνω, το βάρος, υποστηρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + από + ερείδομαι «στηρίζομαι»] …   Dictionary of Greek

  • στηρίζω — ΝΜΑ 1. κάνω κάτι σταθερό, ακλόνητο, εδραίο, στερεώνω, υποβαστάζω (α. «στήριξαν τον τοίχο με δοκάρια και δεν έπεσε» β. «Ζεὺς στήριξε κατὰ χθονός», Ησίοδ.) 2. (μέσ. και παθ.) στηρίζομαι α) ακουμπώ σταθερά σε κάτι, στέκομαι σε σταθερό υπόβαθρο (α.… …   Dictionary of Greek

  • επαναπαύομαι — επαναπαύτηκα, επαναπαυμένος, αμτβ. 1. αναπαύομαι σε κάτι, εφησυχάζω: Επαναπαύεται στις προηγούμενες επιτυχίες του. 2. στηρίζομαι, βασίζομαι σε κάτι, έχω εμπιστοσύνη, εμπιστεύομαι: Μην επαναπαύεσαι σ ό,τι σουυποσχέθηκε. 3. απλώς είμαι ήσυχος, δε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανάγω — (Α ἀνάγω) 1. οδηγώ προς τα επάνω, υψώνω, ανυψώνω, ανεβάζω 2. λέγω ή υποστηρίζω πού οφείλεται κάτι, τό φέρνω πίσω στην αρχή ή την αιτία τού, αποδίδω, αναφέρω νεοελλ. 1. αναφέρω, αποδίδω χρονικά 2. μεσ. ανήκω χρονικά 3. μετασχηματίζω, μετατρέπω… …   Dictionary of Greek

  • ανακρεμώ — ( άω) και άζω 1. κρεμώ εκ νέου, ξανακρεμώ 2. κρεμώ υψηλά, αναρτώ 3. κρεμώ ανάποδα 4. δένω προς το τέλος τής ύφανσης τα τελευταία άκρα τού στημονιού κατά μήκος μιας ράβδου που κρέμεται με σχοινί από το αντί* για να πλησιάσουν αυτά στα μιτάρια και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”