- ἐν-απο-πνίγομαι
ἐν-απο-πνίγομαι, pass., darin ersticken; ἐναποπνιγῆναι καπνῷ Luc. Peregr. 24; ἐν οἴνῳ Ath. VII, 325 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐν-απο-πνίγομαι, pass., darin ersticken; ἐναποπνιγῆναι καπνῷ Luc. Peregr. 24; ἐν οἴνῳ Ath. VII, 325 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νερό — Χημική ένωση με τύπο Η2Ο. Υπάρχει στη φύση σε μεγάλες ποσότητες, σε υγρή, στερεή και αέρια κατάσταση. Κάθε μόριό του αποτελείται από δύο άτομα υδρογόνου και ένα οξυγόνου Στην αρχαία ελληνική και στην καθαρεύουσα λέγεται ύδωρ. Το ν. είναι βασικός … Dictionary of Greek
πνίγω — ΝΜΑ 1. θανατώνω εμποδίζοντας την αναπνοή, με βύθιση στο νερό ή στραγγαλισμό ή εισπνοή δηλητηριωδών αερίων 2. (σχετικά με άγρια βότανα ή θάμνους) περιτυλίγομαι γύρω από ένα φυτό σφίγγοντάς το, με αποτέλεσμα να μαραθεί (α. «τα αγριάγκαθα έπνιξαν… … Dictionary of Greek
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek
πελαγώνω — πελαγῶ, όω, ΝΜΑ [πέλαγος] νεοελλ. 1. πλέω στο πέλαγος, πελαγοδρομώ 2. μεσ. (για τόπο) προχωρώ βαθιά μέσα στη θάλασσα 3. μτφ. συναντώ μεγάλες δυσκολίες και περιέρχομαι σε αμηχανία ή σύγχυση, δεν ξέρω τί να κάνω, τά χάνω 4. μτφ. (για εμπορικές… … Dictionary of Greek
συγκλύζω — Α 1. κατακλύζω, πλημμυρίζω από παντού 2. συνταράσσω, αναταράσσω από όλες τις μεριές 3. παθ. συγκλύζομαι (κυρίως μτφ.) α) πνίγομαι σε κάτι, ιδίως στα χρέη β) (για κατάσταση) διατελώ σε σύγχυση, βρίσκομαι σε ταραχή («τὰ τῆς Ἀσίας συγκεκλυσμένα… … Dictionary of Greek
υφάπτω — ὑφάπτω, ΝΜΑ, και ιων. τ. ὑπάπτω Α [ἅπτω] νεοελλ. 1. (μόνον το μέσ.) υφάπτομαι (αμτβ.) έρχομαι σε επαφή με κάτι αποκάτω 2. (εύχρ. κυρίως η μτχ. θηλ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) η υφαπτομένη (ενν. γραμμή) μαθημ. η υποκάθετος μσν. αρχ. καίω, πυρπολώ κάτι… … Dictionary of Greek
αγκουσιάζω — [αγκουσιά] έχω δύσπνοια, ασθμαίνω, πνίγομαι από μεγάλο καύσωνα κ.λπ … Dictionary of Greek
ασφυκτιώ — 1. αισθάνομαι πνιγμονή, πιάνεται η αναπνοή μου 2. αγωνιώ ή στενοχωριέμαι υπερβολικά, πνίγομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < άσφυκτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία] … Dictionary of Greek
θαλασσοπνίγω — 1. πνίγω κάποιον στη θάλασσα 2. μέσ. θαλασσοπνίνομαι·α) πνίγομαι στη θάλασσα ή κινδυνεύω να πνιγώ από τρικυμία ή υποφέρω παλεύοντας με τα κύματα β) υφίσταμαι ταλαιπωρίες στη ζωή μου («θαλασσοπνίγεται για να θρέψει τα παιδιά του») 3. (μτχ. παθ.… … Dictionary of Greek
ποντώ — όω, ΜΑ [πόντος] μσν. ταξιδεύω διά θαλάσσης» αρχ. 1. βυθίζω στη θάλασσα 2. πνίγομαι 3. παθ. ποντοῦμαι, όομαι καλύπτομαι από θαλάσσια κύματα … Dictionary of Greek
προσάγχω — Μ καταλαμβάνομαι από άγχος λόγω εξαντλήσεως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἄγχω, ομαι «πνίγομαι»] … Dictionary of Greek