- ἐν-απο-πατέω
ἐν-απο-πατέω, darauf kacken, Ar. Pax 1227.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐν-απο-πατέω, darauf kacken, Ar. Pax 1227.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
διαπεπατημένων — διαπεπᾱτημένων , διά , ἀπό , ἐπί ἀτάομαι suffer perf part pass fem gen pl διαπεπᾱτημένων , διά , ἀπό , ἐπί ἀτάομαι suffer perf part pass masc/neut gen pl διαπεπᾱτημένων , διά , ἀπό , ἐπί ἀτάομαι suffer pres part pass fem gen pl διαπεπᾱτημένων … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απάτη — I Όρος ο οποίος στηνομική γλώσσα δηλώνει την αθέμιτη συμπεριφορά ενός υποκειμένου, η οποία οφείλεται στην πρόθεση να κατακτήσει δικαιώματα τρίτων ή να αποφύγει την εφαρμογή ενός νομικού κανόνα. Στο δίκαιο, η α. εκτός του ότι είναι συμπεριφορά… … Dictionary of Greek
pent- — pent English meaning: to go, walk; way Deutsche Übersetzung: “treten, gehen; worauf treten = antreffen, finden” Note: (in Ar. with th) Material: O.Ind. pánthüḥ (= Av. pantü̊ ), acc. sg. pánthüm (= pantąm), and pánthünam… … Proto-Indo-European etymological dictionary