- ἐν-από-λειψις
ἐν-από-λειψις, ἡ, das Darinzurücklassen, Theophr. im plur., Plut. san. tu. p. 401.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐν-από-λειψις, ἡ, das Darinzurücklassen, Theophr. im plur., Plut. san. tu. p. 401.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λείπω — (AM λείπω, Μ και λείβγω) 1. δεν υπάρχω, ελλείπω (α. «από το βιβλίο λείπουν τα πρώτα φύλλα» β. «λείπουσι δὲ [αἱ τρίχες] καὶ ῥέουσι κατὰ τὴν ἡλικίαν αἱ ἐκ τῆς κεφαλῆς καὶ μάλιστα καὶ πρῶται», Αριστοτ. γ. «λείπει μὲν οὐδ ἃ πρόσθεν εἴδομεν τὸ μὴ οὐ… … Dictionary of Greek