ἐκ-νήχομαι

ἐκ-νήχομαι

ἐκ-νήχομαι, = ἐκνέω, εἴς τι, Arist. mund. 6; ἐξενήξω, Luc. D. Mar. 8, 1; ἐκνενῆχϑαι Ath. VII, 315 d.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • νήχομαι — (Α νήχομαι και σπαν. το ενεργ. νήχω και δωρ. τ. νάχω) κολυμπώ, πλέω στο νερό αρχ. (η μτχ. ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά νηχόμενα τα ψάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. νήχω εμφανίζει ενεστ. επίθημα χω (πρβλ. ψήχω, τρύχω, σμήχω), που δηλώνει εμφατικά το τέλος τής… …   Dictionary of Greek

  • νήχομαι — νήχω swim pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αερονηχής — ἀερονηχής, ές (Α) αυτός που «κολυμπά», που πετά στον αέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀὴρ + νήχομαι] …   Dictionary of Greek

  • ανανήχομαι — ἀνανήχομαι (Α) 1. επιπλέω, κολυμπώ, ανέρχομαι στην επιφάνεια υγρού 2. ανακτώ την υγεία μου, αναρρώνω, αναζωογονούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + νήχομαι «πλέω, κολυμπώ»] …   Dictionary of Greek

  • εννήχομαι — ἐννήχομαι (Α) [νήχομαι] κολυμπώ ή πλέω μέσα σε κάτι το ενεργ. εννήχω μτγν. και μόν. στον Γαλην., με την ίδια σημασία …   Dictionary of Greek

  • επινήχομαι — ἐπινήχομαι (AM) (Α και δωρ. τ. ἐπινάχομαι) 1. κολυμπώ στην επιφάνεια 2. επιπλέω, βρίσκομαι στην επιφάνεια 3. επαναπαύομαι («ἀθλίοις ἐπινήχεσθαι λογισμοῑς») αρχ. 1. ανέρχομαι, ακούγομαι μέσα από το νερό («παιδὸς ἐπενάχετο φωνά», (Θεόκρ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • κατανήχομαι — (Α) κολυμπώ κατά τη διεύθυνση τού ρεύματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + νήχομαι «κολυμπώ»] …   Dictionary of Greek

  • νήχυτος — νήχυτος, ον (Α) 1. αυτός που ρέει με αφθονία, που χύνεται σε μεγάλη ποσότητα (α. «νήχυτον ὕδωρ» β. «νήχυτος ἱδρώς») 2. (για νεαρούς βλαστούς) ο γεμάτος από χυμό, εύχυμος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για σύνθετη λ. σε χυτος (< χέω), πρβλ. αμφί χυτος,… …   Dictionary of Greek

  • νηχαλέος — νηχαλέος, α, ον (Α) αυτός που κολυμπά, που πλέει, ο νηκτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < νήχω / νήχομαι «κολυμπώ» + επίθημα αλέος (πρβλ. γηρ αλέος, νηφ αλέος)] …   Dictionary of Greek

  • νηχείον — νηχεῑον, τὸ (Α) τόπος όπου κολυμπούν. [ΕΤΥΜΟΛ. < νήχω / νήχομαι «κολυμπώ» + κατάλ. εῖον] …   Dictionary of Greek

  • παρανήχομαι — ΜΑ περνώ από έναν τόπο κολυμπώντας αρχ. 1. κολυμπώ κοντά στην ακτή 2. κολυμπώ κοντά ή δίπλα σε κάποιον («τοὺς ἵππους παρὰ τὰ πλοῑα παρανηχομένους», Πλούτ.) 3. μτφ. διέρχομαι, περνώ («ἐπεὶ παρενήξατο τὸ πλεῡν ἥβης», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”