- πεντα-πρωτεία
πεντα-πρωτεία, ἡ, Amt u. Würde der πεντάπρωτοι, der fünf ersten Männer im Staate, Pand.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεντα-πρωτεία, ἡ, Amt u. Würde der πεντάπρωτοι, der fünf ersten Männer im Staate, Pand.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πενταρχία — η, ΝΑ νεοελλ. 1. αρχή, εξουσία που ασκείται από πέντε άτομα μαζί 2. η εποπτική αρχή τών πέντε μεγάλων δυνάμεων Αγγλίας, Αυστρίας, Γαλλίας, Πρωσίας και Ρωσίας που συστάθηκε στις αρχές τού περασμένου αιώνα, η Ιερά Συμμαχία 3. φρ. «πενταρχία τών… … Dictionary of Greek