ἐκ-λογεύς

ἐκ-λογεύς

ἐκ-λογεύς, (s. ἐκλέγω), der Einnehmer, Eintreiber von Abgaben u. Zöllen, οἱ ἐκλέγοντες τοὺς φόρους, B. A. 245; D. Cass. 52, 28 u. a. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λογεύς — λογεύς, ὁ (Α) [λόγος] 1. ομιλητής, ρήτορας 2. ο πεζογράφος («λογεῑς δὲ λέγουσι τοὺς ἱστορικοὺς καὶ φιλοσόφους καὶ ἰατροὺς καὶ ὅσους ἐν τῷ χορῷ τῶν λογίων τιθέναι δίκαιον», Σχόλ. Διον. Περιηγ·) …   Dictionary of Greek

  • λογεύς — speaker masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογεῖς — λογάω to be fond of talking pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) λογεύς speaker masc acc pl λογεύς speaker masc nom/voc pl (parad form) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογῆς — λογάω to be fond of talking pres ind act 2nd sg (doric) λογάω to be fond of talking pres ind act 2nd sg (epic doric ionic) λογεύς speaker masc nom pl λογεύς speaker masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ευς — το ονοματικό επίθημα εύς είναι χαρακτηριστικό τής Ελληνικής, εφόσον δεν απαντά σε άλλες ΙΕ γλώσσες και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη (περίπου 500 ονόματα σε ευς). Η ακριβής του προέλευση παραμένει άγνωστη, παρά τις κατά καιρούς… …   Dictionary of Greek

  • λογείο(ν) — το (AM λογεῑον) [λογεύς] το μπροστινό μέρος τής σκηνής τού αρχαίου θεάτρου, όπου μιλούσαν οι ηθοποιοί τής τραγωδίας και τής κωμωδίας («πολλὴν ἀπὸ τοῡ λογείου καὶ τῆς σκηνῆς ἀδοξίαν αὐτοῡ κατεσκέδασαν», Πλούτ.) μσν. διδασκαλείο αρχ. 1. (γενικά)… …   Dictionary of Greek

  • λόγος — I Η ομιλία, η λαλιά του ανθρώπου ως μέσο έκφρασης και επικοινωνίας. Βλ. λ. γλώσσα. Λ. επίσης ονομάζεται η λογική. Βλ. λ. λογική. II (Μαθημ.). Ας είναι Α και Β δύο ομοειδή γεωμετρικά μεγέθη, για παράδειγμα, δύο ευθύγραμμα τμήματα· ενδέχεται φυσικά …   Dictionary of Greek

  • λογεῦσι — λογάω to be fond of talking pres part act masc/neut dat pl (epic doric ionic) λογάω to be fond of talking pres ind act 3rd pl (epic doric ionic) λογεύς speaker masc dat pl λογόω introduce pres part act masc/neut dat pl (epic ionic) λογόω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογεῦσιν — λογάω to be fond of talking pres part act masc/neut dat pl (epic doric ionic) λογάω to be fond of talking pres ind act 3rd pl (epic doric ionic) λογεύς speaker masc dat pl λογόω introduce pres part act masc/neut dat pl (epic ionic) λογόω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”