- ἐελμένος
ἐελμένος,
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐελμένος,
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐελμένος — εἴλω shut in perf part mp masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
είλω — εἴλω και εἰλῶ ( έω) και ἴλλω (Α) 1. περικλείω, πιέζω 2. εμποδίζω, προλαβαίνω («Διὸς βουλῇσιν ἐελμένος», Ιλ.) 3. εγκλείω, καλύπτω, προστατεύω («ὑπ ἀσπίδος ἄλκιμον ἦτορ ἔλσας», Καλλίνος) 4. συμπιέζω, συνθλίβω (π.χ. ελιές ή σταφύλια) 5. (για άνθρωπο … Dictionary of Greek