- πεντ-όροβος
πεντ-όροβος, ἡ, eine Pflanze, sonst γλυκυσίδη.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεντ-όροβος, ἡ, eine Pflanze, sonst γλυκυσίδη.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεντόροβος — και πεντώροβος, ὁ, ἡ πεντόροβον, τὸ, Α 1. το φυτό γλυκυσίδη 2. αρχιτεκτονικό κόσμημα με σχήμα γλυκυσίδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντ (βλ. πεντα ) + ὄροβος «είδος οσπρίου». Ο τ. πεντώροβος με έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek