- ἐκ-θύσιμος
ἐκ-θύσιμος, ον, zu sühnen, Plut. curios. 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐκ-θύσιμος, ον, zu sühnen, Plut. curios. 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θύσιμος — θύσιμος, ον (Α) [θύω (I)] 1. κατάλληλος για θυσία («θύσιμα κτήνεα», Ηρόδ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ θύσιμον το ζώο που προορίζεται για θυσία … Dictionary of Greek
θύσιμος — fit for sacrifice masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θύσιμον — θύσιμος fit for sacrifice masc/fem acc sg θύσιμος fit for sacrifice neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυσίμων — θύσιμος fit for sacrifice masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θύσιμα — θύσιμος fit for sacrifice neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυσία — Όρος που, υπό ευρεία έννοια, αναφέρεται στην τελετουργική ανάλωση ενός αγαθού. Στον όρο θ. εντάσσεται μεγάλη ποικιλία θρησκευτικών γεγονότων, τα οποία θα μπορούσαν να περιληφθούν σε τρεις θεμελιώδεις κατηγορίες: την προσφορά των απαρχών (των… … Dictionary of Greek
ιερεύσιμος — ἱερεύσιμος, ον (Α) [ιέρευσις] ο κατάλληλος για θυσία («ἰχθύων θύσιμος οὐδεὶς οὐδὲ ἱερεύσιμός ἐστιν», Πλούτ.) … Dictionary of Greek