ἐκ-λυτήριος

ἐκ-λυτήριος

ἐκ-λυτήριος, zum Auslösen, Befreien gehörig, dienend; Soph. O. R. 392; τὸ ἐκλ., sc. ἱερόν, Sühnopfer, Eur. Phoen. 969.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λυτήριος — λυτήριος, ον, θηλ. και ία (Α) [λυτήρ] 1. αυτός που ανακουφίζει κάποιον από κάτι («ὅπως γένοιτο τῶνδ ἐμοὶ λυτήριος», Αισχύλ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ λυτήριον λύτρο («τὸ καλλίνικον λυτήριον δαπανᾱν», Πίνδ.) …   Dictionary of Greek

  • Λυτήριος — loosing masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυτήριος — loosing masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυτήριον — λυτήριος loosing masc/fem acc sg λυτήριος loosing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λυτηρίοις — Λυτήριος loosing masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυτηρίοις — λυτήριος loosing masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λυτηρίου — Λυτήριος loosing masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυτηρίου — λυτήριος loosing masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λυτηρίους — Λυτήριος loosing masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυτηρίους — λυτήριος loosing masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λυτηρίων — Λυτήριος loosing masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”