- πεμπάς
πεμπάς (äol. statt πεντάς), ἡ, eigtl. äol. = πεντάς, aber auch att., die Zahl fünf, eine Anzahl von Fünfen; Plat. Rep. VIII, 546 c; Xen. Cyr. 2, 1, 22; Arist. pol. 5, 12 u. Folgde.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεμπάς (äol. statt πεντάς), ἡ, eigtl. äol. = πεντάς, aber auch att., die Zahl fünf, eine Anzahl von Fünfen; Plat. Rep. VIII, 546 c; Xen. Cyr. 2, 1, 22; Arist. pol. 5, 12 u. Folgde.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεμπάς — the number five fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεμπάς — άδος, ἡ, Α βλ. πεντάς … Dictionary of Greek
πεμπάδα — πεμπάς the number five fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεμπάδας — πεμπάς the number five fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεμπάδες — πεμπάς the number five fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεμπάδι — πεμπάς the number five fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεμπάδος — πεμπάς the number five fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεμπάσιν — πεμπάς the number five fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεντάδα — η / πεντάς, άδος, ΝΜΑ, πεμπάς, Α σύνολο πέντε ομοειδών πραγμάτων ή πέντε προσώπων μσν. αρχ. 1. ομάδα που αποτελείται από πέντε στρατιώτες 2. ο αριθμός πέντε αρχ. 1. το πέμπτο μέρος 2. η πέμπτη ημέρα τής εβδομάδας, η Πέμπτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέντε /… … Dictionary of Greek
πεμπάδαρχος — ὁ, Α αυτός που διοικούσε μια πεμπάδα, δηλ. σώμα πέντε ανδρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεμπάς, άδος «σώμα από πέντε στρατιώτες» + αρχος (< ἄρχω)] … Dictionary of Greek
πεμπαδάρχης — ὁ, Α πεμπάδαρχος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεμπάς, άδος «σώμα από πέντε στρατιώτες» + άρχης (< ἄρχω)] … Dictionary of Greek