ἐκ-μέλεια

ἐκ-μέλεια

ἐκ-μέλεια, , das Verfehlen des Tons, Dissonanz, D. Hal. C. V. p. 122; übh. = Nachlässigkeit, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μελεία — μελεία, ἡ (Α) φροντίδα, μέριμνα, επιμέλεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλω κατά τα θηλ. μετονοματικά σε εια (επιμελής επιμέλεια) …   Dictionary of Greek

  • τημελώ — έω, Α φροντίζω, μεριμνώ για κάποιον ή για κάτι («χώρει πρὸς Ἄργος παρθένους τε τημέλει», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η οποία θεωρείται ως η πιο πιθανή, το ρ. τημελῶ είναι παρ. ενός αμάρτυρου ουσ. *τη μελος / τη μελη,… …   Dictionary of Greek

  • μέλω — (ΑM μέλω) (το γ εν. ενεργ. ενεστ. ως απρόσ.) μέλει αποδίδεται από κάποιον σημασία σε κάτι, είναι κάτι αντικείμενο φροντίδας κάποιου (α. «δεν μέ μέλει που δεν ήλθε» β. «οὐδέν μοι μέλει», Αριστοφ.) νεοελλ. φρ. «να μη σέ μέλει εσένα» να μην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”